σκαπέτισμα

σκαπέτισμα
το, Ν [σκαπετίζω]
1. διαφυγή, δραπέτευση
2. εξαφάνιση κάποιου πίσω από ύψωμα καθώς αυτός φεύγει
3. αποφυγή κινδύνου, διάσωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”